Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
activate
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ;
USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
activating
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = ADJECTIVE: ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση;
USER: ενεργοποιώντας, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, ενεργοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
activation
/ˈæk.tɪ.veɪt/ = NOUN: δραστηριοποίηση;
USER: δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
additional
/əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος;
USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
app
/æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών
GT
GD
C
H
L
M
O
appears
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίζεται, φαίνεται, εμφανιστεί, προκύπτει, να εμφανιστεί, να εμφανιστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
average
/ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος;
VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω;
USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
beeps
/biːp/ = USER: μπιπ, ηχητικά σήματα, ήχοι, ηχητικών σημάτων, ήχους,
GT
GD
C
H
L
M
O
begin
/bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω;
USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
briefly
/ˈbriːf.li/ = ADVERB: εν ολίγοις;
USER: συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, σύντομα, λίγο
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cellular
/ˈsel.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: κυτταρικός, πορώδης, κυτταρώδης;
USER: κυτταρικός, κυτταρική, κυτταρικό, κυτταρικής, κυτταρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
central
/ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος;
USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
clearly
/ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα;
USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα
GT
GD
C
H
L
M
O
colour
/ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά;
ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός;
USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
GT
GD
C
H
L
M
O
column
/ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλη, κολόνα, φάλαγγα, στύλος, κίων;
USER: στήλη, στήλης, στηλών, κολόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
commands
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του
GT
GD
C
H
L
M
O
compatible
/kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία;
USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών
GT
GD
C
H
L
M
O
confirm
/kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω;
USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
connect
/kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι;
USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν
GT
GD
C
H
L
M
O
connected
/kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος;
USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
connecting
/kəˈnek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συνδετικός;
USER: συνδετικός, σύνδεση, σύνδεσης, τη σύνδεση, συνδέει
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contract
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι;
USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
controlling
/kənˈtrəʊl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: τον έλεγχο, έλεγχο, τον έλεγχο της, ελέγχου, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
costs
/kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα;
USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες
GT
GD
C
H
L
M
O
coverage
/ˈkʌv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: κάλυψη, ασφαλιζόμενα είδη;
USER: κάλυψη, κάλυψης, την κάλυψη, η κάλυψη, της κάλυψης
GT
GD
C
H
L
M
O
cut
/kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω;
NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά;
ADJECTIVE: κομμένος;
USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
deactivate
/dēˈaktəvāt/ = USER: απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, απενεργοποιήσετε το, απενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
deactivated
/dēˈaktəvāt/ = USER: απενεργοποιείται, απενεργοποιηθεί, απενεργοποιημένη, απενεργοποιημένο, απενεργοποιήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
delete
/dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω;
USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
depending
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
destination
/ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός;
USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο
GT
GD
C
H
L
M
O
destinations
/ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = USER: Προορισμοί, προορισμούς, προορισμών, οι προορισμοί, προορισμοί σε
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
dial
/ˈdaɪ.əl/ = NOUN: καντράν, ταμπλώ, πλάκα ρολογιού, καντράν ρολογιού, δίσκος τηλεφώνου;
VERB: καλώ, παίρνω αριθμό τηλεφώνου, τηλεφωνώ χειριζόμενος το καντράν του τηλεφώνου;
USER: dial, καλέσετε, καλέστε, κλήση, καλείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
dialling
/ˈdī(ə)l/ = USER: κλήση, κλήσης, την κλήση, καλείτε, καλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
dictate
/dɪkˈteɪt/ = NOUN: υπαγόρευση, προσταγή, διαταγή;
VERB: υπαγορεύω, προστάζω, διατάσσω;
USER: υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύσει, υπαγορεύει, επιβάλλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
disabled
/dɪˈseɪ.bl̩d/ = ADJECTIVE: ανάπηρος, ανάγκος;
USER: ανάπηρος, απενεργοποιηθεί, απενεργοποιημένη, άτομα με ειδικές ανάγκες, αναπηρία
GT
GD
C
H
L
M
O
disconnecting
/ˌdɪs.kəˈnekt/ = VERB: αποσυνδέω, διακόπτω, διαχωρίζω;
USER: αποσύνδεση, αποσυνδέοντας, αποσυνδέσετε, την αποσύνδεση, αποσυνδέετε
GT
GD
C
H
L
M
O
display
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω;
USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
displayed
/dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
displays
/dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση;
USER: οθόνες, εμφανίζει, επιδείξεις, Εμφανίζεται, Displays
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
driver
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
enables
/ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό;
USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
example
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος
GT
GD
C
H
L
M
O
exit
/ˈek.sɪt/ = NOUN: έξοδος;
VERB: εξέρχεται, βγαίνω, εξέρχομαι;
USER: έξοδος, εξέρχεται, έξοδο, βγείτε, έξοδο από, έξοδο από
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
function
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
functions
/ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα;
USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
further
/ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον;
ADJECTIVE: απώτερος;
VERB: προάγω;
USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
generate
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
guidance
/ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση;
USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
icon
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
icons
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: εικονίδια, εικόνες, εικόνων, τα εικονίδια, εικονιδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
immediately
/ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα;
USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inactivity
/ɪnˈæk.tɪv/ = NOUN: αδράνεια, απραξία, στασιμότητα, στασιμότης;
USER: αδράνεια, απραξία, αδράνειας, αεργίας, αεργία
GT
GD
C
H
L
M
O
included
/ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος;
USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
indicator
/ˈindiˌkātər/ = NOUN: δείκτης;
USER: δείκτης, δείκτη, ένδειξη, ενδεικτική, δεικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
keeping
/ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση;
USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
launch
/lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο;
VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ;
USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
launching
/lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ;
USER: δρομολόγηση, έναρξη, την έναρξη, τη δρομολόγηση, εκτόξευση
GT
GD
C
H
L
M
O
link
/lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος;
VERB: συνδώ, ενώνω;
USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
loading
/lōd/ = NOUN: φόρτωση;
USER: φόρτωση, loading, φόρτωσης, τη φόρτωση, φορτώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
located
/ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι;
USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία
GT
GD
C
H
L
M
O
loudly
/ˈlaʊd.li/ = ADVERB: δυνατά;
USER: δυνατά, μεγαλόφωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
loudspeaker
/ˌlaʊdˈspiː.kər/ = NOUN: μεγάφωνο, τηλεβόας;
USER: μεγάφωνο, ηχείο, μεγαφώνου, ηχείων, ηχείου
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
manage
/ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι;
USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
manual
/ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο;
ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος;
USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
marker
/ˈmɑː.kər/ = NOUN: σημάδι, μαρκαδόρος;
USER: μαρκαδόρος, σημάδι, Ο, δείκτη, δείκτης
GT
GD
C
H
L
M
O
markers
/ˈmɑː.kər/ = NOUN: σημάδι, μαρκαδόρος;
USER: δείκτες, δεικτών, μαρκαδόροι, μαρκαδόρους, σημειωτές
GT
GD
C
H
L
M
O
menu
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού
GT
GD
C
H
L
M
O
micro
/ˈmaɪ.krəʊ/ = PREFIX: μικρο-;
USER: μικρο, micro, πολύ μικρές, μικρές
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
multimedia
/ˈməltiˈmēdēə,ˈməltī-/ = USER: πολυμέσων, multimedia, πολυμέσα, πολυμεσικών
GT
GD
C
H
L
M
O
mute
/mjuːt/ = ADJECTIVE: βουβός, άλαλος, βωβός, άφωνος;
USER: σίγαση, σιγάσετε, απενεργοποιήσετε, σιγήσετε, αποκοπή
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
navigation
/ˌnæv.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: πλοήγηση, ναυτιλία, ναυσιπλοία, θαλασσοπορία, θαλασσοπλοία, κυβέρνηση σκάφους;
USER: πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, αεροναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
note
/nəʊt/ = NOUN: σημείωμα, σημείωση, νότα, προσοχή, παρατήρηση, σημείο, υπόμνημα, τραπεζογραμμάτιο, γραμμάτιο, διάκριση, εγκόπτων;
VERB: σημειώνω, διαπιστώνω, παρατηρώ;
USER: σημείωση, σημειώνω, σημείωμα, προσοχή, διαπιστώνω
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
operation
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
optimal
/ˈɒp.tɪ.məm/ = ADJECTIVE: άριστος;
USER: βέλτιστη, βέλτιστο, η βέλτιστη, βέλτιστης, βέλτιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
optimise
= VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
orange
/ˈɒr.ɪndʒ/ = NOUN: πορτοκάλι, πορτοκαλέα;
ADJECTIVE: πορτοκαλόχρους;
USER: πορτοκάλι, πορτοκαλί, Orange, Όραντζ, πορτοκαλιού, πορτοκαλιού
GT
GD
C
H
L
M
O
page
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του
GT
GD
C
H
L
M
O
pairing
/peər/ = VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι, συνδυάζω, συνδυάζομαι
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
playback
/ˈplāˌbak/ = USER: αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής, η αναπαραγωγή,
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
position
/pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία;
USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της
GT
GD
C
H
L
M
O
precautions
/prɪˈkɔː.ʃən/ = NOUN: προφύλαξη, πρόνοια;
USER: προφυλάξεις, προληπτικά μέτρα, προφυλάξεις για, προφυλάξεις που, προφυλάξεις κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
r
/ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,
GT
GD
C
H
L
M
O
radio
/ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος;
USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό
GT
GD
C
H
L
M
O
ready
/ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος;
USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recent
/ˈriː.sənt/ = ADJECTIVE: πρόσφατος, χθεσινός, νωπός;
USER: πρόσφατα, Τα τελευταία, τελευταία, πρόσφατη, πρόσφατες
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
recommended
/ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω;
USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
red
/red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός;
USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες
GT
GD
C
H
L
M
O
refer
/riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
GT
GD
C
H
L
M
O
regarding
/rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για
GT
GD
C
H
L
M
O
replace
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικατάσταση, αντικαταστήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
restart
/ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον
GT
GD
C
H
L
M
O
reversing
/rɪˈvɜːs/ = VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ;
USER: αντιστρέφοντας, οπισθοπορείας, αντιστροφή, αναστροφή, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
seconds
/ˈsek.ənd/ = NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δευτερόλεπτα, δευτερολέπτων, δευτερόλεπτα για, δευτερ λεπτα
GT
GD
C
H
L
M
O
section
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος
GT
GD
C
H
L
M
O
sections
/ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή;
VERB: χωρίζω εις τμήματα;
USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
session
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
station
/ˈsteɪ.ʃən/ = NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σιδηροδρομικός
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
steering
/ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση;
USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
store
/stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό;
VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
stored
/stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
synthesizer
/ˈsɪn.θə.saɪ.zər/ = NOUN: συνθεσάιζερ, συνθετητής;
USER: συνθεσάιζερ, συνθετητής, συνθετήρα, συνθέτη, synthesizer,
GT
GD
C
H
L
M
O
synthetic
/sɪnˈθet.ɪk/ = ADJECTIVE: συνθετικός;
USER: συνθετικός, συνθετικών, συνθετικά, συνθετικό, συνθετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
telephone
/ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλεφωνική, τηλεφωνικό, τηλεφωνικών
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
touching
/ˈtʌtʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: συγκινητικός, αφορών;
USER: αφορών, αγγίζοντας, αγγίζει, αγγίζουν, συγκινητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
touchscreen
/ˈtʌtʃ.skriːn/ = USER: οθόνη αφής, αφής, touchscreen, οθόνης αφής
GT
GD
C
H
L
M
O
town
/taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις;
USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν
GT
GD
C
H
L
M
O
transfer
/trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου;
VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ;
USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
understood
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: καταλαβαίνω, κατανοώ, νοώ, εννοώ, καταλαμβάνω;
USER: κατανοητή, κατανοητό, Εννοείται, Εξυπακούεται, νοείται
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
varies
/ˈveə.ri/ = VERB: ποικίλλω, διαφέρω, αλλάσσω;
USER: ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, μεταβάλλεται, κυμαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
vigilance
/ˈvɪdʒ.ɪ.ləns/ = NOUN: επαγρύπνηση, εγρήγορση;
USER: επαγρύπνηση, επαγρύπνησης, εγρήγορση, την επαγρύπνηση, επαγρύπνησή
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
wheel
/wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα;
VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς;
USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wish
/wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
237 words