Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
activate /ˈæk.tɪ.veɪt/ = VERB: θέτω εις ενέργειαν, δραστηριοποιώ; USER: ενεργοποιήσετε, ενεργοποίηση, ενεργοποιήσει, ενεργοποιούν, ενεργοποιήστε

GT GD C H L M O
activating /ˈæk.tɪ.veɪt/ = ADJECTIVE: ενεργοποιητικός, ενεργοποιήση; USER: ενεργοποιώντας, ενεργοποίηση, την ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, ενεργοποιεί

GT GD C H L M O
activation /ˈæk.tɪ.veɪt/ = NOUN: δραστηριοποίηση; USER: δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
additional /əˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: επιπλέον, πρόσθετος; USER: επιπλέον, πρόσθετος, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
app /æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών

GT GD C H L M O
appears /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίζεται, φαίνεται, εμφανιστεί, προκύπτει, να εμφανιστεί, να εμφανιστεί

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
beeps /biːp/ = USER: μπιπ, ηχητικά σήματα, ήχοι, ηχητικών σημάτων, ήχους,

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
briefly /ˈbriːf.li/ = ADVERB: εν ολίγοις; USER: συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, σύντομα, λίγο

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cellular /ˈsel.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: κυτταρικός, πορώδης, κυτταρώδης; USER: κυτταρικός, κυτταρική, κυτταρικό, κυτταρικής, κυτταρικών

GT GD C H L M O
central /ˈsen.trəl/ = ADJECTIVE: κεντρικός, επίκεντρος; USER: κεντρικός, Κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
colour /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
column /ˈkɒl.əm/ = NOUN: στήλη, κολόνα, φάλαγγα, στύλος, κίων; USER: στήλη, στήλης, στηλών, κολόνα

GT GD C H L M O
commands /kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία; VERB: προστάζω, διοικώ; USER: εντολές, εντολών, τις εντολές, εντολές που, εντολές του

GT GD C H L M O
compatible /kəmˈpæt.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σύμφωνος, συμβιβάσιμος, εν αρμονία; USER: συμβατό, συμβατή, συμβατές, συμβατά, συμβατών

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
connect /kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι; USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
connecting /kəˈnek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συνδετικός; USER: συνδετικός, σύνδεση, σύνδεσης, τη σύνδεση, συνδέει

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
contract /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι; USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
controlling /kənˈtrəʊl/ = VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: τον έλεγχο, έλεγχο, τον έλεγχο της, ελέγχου, ελέγχει

GT GD C H L M O
costs /kɒst/ = NOUN: δικαστικά έξοδα; USER: δικαστικά έξοδα, κόστος, έξοδα, κόστους, δαπάνες

GT GD C H L M O
coverage /ˈkʌv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: κάλυψη, ασφαλιζόμενα είδη; USER: κάλυψη, κάλυψης, την κάλυψη, η κάλυψη, της κάλυψης

GT GD C H L M O
cut /kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω; NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά; ADJECTIVE: κομμένος; USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
deactivate /dēˈaktəvāt/ = USER: απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, απενεργοποιήσετε το, απενεργοποιήσει

GT GD C H L M O
deactivated /dēˈaktəvāt/ = USER: απενεργοποιείται, απενεργοποιηθεί, απενεργοποιημένη, απενεργοποιημένο, απενεργοποιήθηκε

GT GD C H L M O
delete /dɪˈliːt/ = VERB: διαγράφω, σβήνω, αφαιρώ, απαλείφω, εξαλείφω; USER: διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, διαγραφεί

GT GD C H L M O
depending /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται

GT GD C H L M O
destination /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός; USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο

GT GD C H L M O
destinations /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = USER: Προορισμοί, προορισμούς, προορισμών, οι προορισμοί, προορισμοί σε

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
dial /ˈdaɪ.əl/ = NOUN: καντράν, ταμπλώ, πλάκα ρολογιού, καντράν ρολογιού, δίσκος τηλεφώνου; VERB: καλώ, παίρνω αριθμό τηλεφώνου, τηλεφωνώ χειριζόμενος το καντράν του τηλεφώνου; USER: dial, καλέσετε, καλέστε, κλήση, καλείτε

GT GD C H L M O
dialling /ˈdī(ə)l/ = USER: κλήση, κλήσης, την κλήση, καλείτε, καλώντας

GT GD C H L M O
dictate /dɪkˈteɪt/ = NOUN: υπαγόρευση, προσταγή, διαταγή; VERB: υπαγορεύω, προστάζω, διατάσσω; USER: υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύσει, υπαγορεύει, επιβάλλουν

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
disabled /dɪˈseɪ.bl̩d/ = ADJECTIVE: ανάπηρος, ανάγκος; USER: ανάπηρος, απενεργοποιηθεί, απενεργοποιημένη, άτομα με ειδικές ανάγκες, αναπηρία

GT GD C H L M O
disconnecting /ˌdɪs.kəˈnekt/ = VERB: αποσυνδέω, διακόπτω, διαχωρίζω; USER: αποσύνδεση, αποσυνδέοντας, αποσυνδέσετε, την αποσύνδεση, αποσυνδέετε

GT GD C H L M O
display /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; VERB: εκθέτω, επιδεικνύω, παρουσιάζω, δείχνω; USER: επίδειξη, εμφανίσετε, εμφανιστεί, εμφάνιση, εμφανίσει, εμφανίσει

GT GD C H L M O
displayed /dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται

GT GD C H L M O
displays /dɪˈspleɪ/ = NOUN: επίδειξη, έκθεση; USER: οθόνες, εμφανίζει, επιδείξεις, Εμφανίζεται, Displays

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
enables /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: επιτρέπει, δίνει τη δυνατότητα, επιτρέπει την, δυνατότητα, δίνει

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
exit /ˈek.sɪt/ = NOUN: έξοδος; VERB: εξέρχεται, βγαίνω, εξέρχομαι; USER: έξοδος, εξέρχεται, έξοδο, βγείτε, έξοδο από, έξοδο από

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
functions /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργίες, συναρτήσεις, λειτουργιών, τις λειτουργίες, καθήκοντα

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
generate /ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ; USER: παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσει, δημιουργία, παράγει

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
guidance /ˈɡaɪ.dəns/ = NOUN: οδηγία, χειραγώγηση; USER: οδηγία, καθοδήγηση, καθοδήγησης, οδηγίες, προσανατολισμού

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
icons /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: εικονίδια, εικόνες, εικόνων, τα εικονίδια, εικονιδίων

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
immediately /ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα; USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inactivity /ɪnˈæk.tɪv/ = NOUN: αδράνεια, απραξία, στασιμότητα, στασιμότης; USER: αδράνεια, απραξία, αδράνειας, αεργίας, αεργία

GT GD C H L M O
included /ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος; USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
indicator /ˈindiˌkātər/ = NOUN: δείκτης; USER: δείκτης, δείκτη, ένδειξη, ενδεικτική, δεικτών

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
installed /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
launch /lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο; VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη

GT GD C H L M O
launching /lɔːntʃ/ = VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: δρομολόγηση, έναρξη, την έναρξη, τη δρομολόγηση, εκτόξευση

GT GD C H L M O
link /lɪŋk/ = NOUN: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος; VERB: συνδώ, ενώνω; USER: σύνδεσμος, δεσμός, κρίκος, σύνδεσμο, σύνδεση

GT GD C H L M O
loading /lōd/ = NOUN: φόρτωση; USER: φόρτωση, loading, φόρτωσης, τη φόρτωση, φορτώσεως

GT GD C H L M O
located /ləʊˈkeɪt/ = VERB: εντοπίζω, τοποθετώ, ευρίσκω, εγκαθίσταμαι; USER: βρίσκεται, που βρίσκεται, βρίσκονται, που βρίσκονται, τοποθεσία

GT GD C H L M O
loudly /ˈlaʊd.li/ = ADVERB: δυνατά; USER: δυνατά, μεγαλόφωνα

GT GD C H L M O
loudspeaker /ˌlaʊdˈspiː.kər/ = NOUN: μεγάφωνο, τηλεβόας; USER: μεγάφωνο, ηχείο, μεγαφώνου, ηχείων, ηχείου

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
manage /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: διαχείριση, διαχειρίζονται, διαχειριστείτε, τη διαχείριση, διαχειρίζεται

GT GD C H L M O
manual /ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο; ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος; USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου

GT GD C H L M O
marker /ˈmɑː.kər/ = NOUN: σημάδι, μαρκαδόρος; USER: μαρκαδόρος, σημάδι, Ο, δείκτη, δείκτης

GT GD C H L M O
markers /ˈmɑː.kər/ = NOUN: σημάδι, μαρκαδόρος; USER: δείκτες, δεικτών, μαρκαδόροι, μαρκαδόρους, σημειωτές

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
micro /ˈmaɪ.krəʊ/ = PREFIX: μικρο-; USER: μικρο, micro, πολύ μικρές, μικρές

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
multimedia /ˈməltiˈmēdēə,ˈməltī-/ = USER: πολυμέσων, multimedia, πολυμέσα, πολυμεσικών

GT GD C H L M O
mute /mjuːt/ = ADJECTIVE: βουβός, άλαλος, βωβός, άφωνος; USER: σίγαση, σιγάσετε, απενεργοποιήσετε, σιγήσετε, αποκοπή

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
navigation /ˌnæv.ɪˈɡeɪ.ʃən/ = NOUN: πλοήγηση, ναυτιλία, ναυσιπλοία, θαλασσοπορία, θαλασσοπλοία, κυβέρνηση σκάφους; USER: πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, αεροναυτιλίας

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
note /nəʊt/ = NOUN: σημείωμα, σημείωση, νότα, προσοχή, παρατήρηση, σημείο, υπόμνημα, τραπεζογραμμάτιο, γραμμάτιο, διάκριση, εγκόπτων; VERB: σημειώνω, διαπιστώνω, παρατηρώ; USER: σημείωση, σημειώνω, σημείωμα, προσοχή, διαπιστώνω

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
optimal /ˈɒp.tɪ.məm/ = ADJECTIVE: άριστος; USER: βέλτιστη, βέλτιστο, η βέλτιστη, βέλτιστης, βέλτιστες

GT GD C H L M O
optimise = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
orange /ˈɒr.ɪndʒ/ = NOUN: πορτοκάλι, πορτοκαλέα; ADJECTIVE: πορτοκαλόχρους; USER: πορτοκάλι, πορτοκαλί, Orange, Όραντζ, πορτοκαλιού, πορτοκαλιού

GT GD C H L M O
page /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του

GT GD C H L M O
pairing /peər/ = VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι, συνδυάζω, συνδυάζομαι

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
playback /ˈplāˌbak/ = USER: αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής, η αναπαραγωγή,

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
position /pəˈzɪʃ.ən/ = NOUN: θέση, τοποθεσία; USER: θέση, θέσης, τη θέση, θέση του, θέση της

GT GD C H L M O
precautions /prɪˈkɔː.ʃən/ = NOUN: προφύλαξη, πρόνοια; USER: προφυλάξεις, προληπτικά μέτρα, προφυλάξεις για, προφυλάξεις που, προφυλάξεις κατά

GT GD C H L M O
press /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω; USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε

GT GD C H L M O
r /ɑr/ = USER: r, Ε, Κ, ρ, ιη,

GT GD C H L M O
radio /ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος; USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
recent /ˈriː.sənt/ = ADJECTIVE: πρόσφατος, χθεσινός, νωπός; USER: πρόσφατα, Τα τελευταία, τελευταία, πρόσφατη, πρόσφατες

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
recommended /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες

GT GD C H L M O
red /red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός; USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες

GT GD C H L M O
refer /riˈfər/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: παραπέμπω, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται

GT GD C H L M O
regarding /rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη; VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για

GT GD C H L M O
replace /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαταστήσει, αντικαταστήστε, αντικαθιστούν, αντικατάσταση, αντικαταστήσουν

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
responsibility /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
restart /ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον

GT GD C H L M O
reversing /rɪˈvɜːs/ = VERB: αντιστρέφω, αναιρώ, ακυρώ; USER: αντιστρέφοντας, οπισθοπορείας, αντιστροφή, αναστροφή, όπισθεν

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
seconds /ˈsek.ənd/ = NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δευτερόλεπτα, δευτερολέπτων, δευτερόλεπτα για, δευτερ λεπτα

GT GD C H L M O
section /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήμα, τομή, ενότητα, παράγραφο, τμήματος

GT GD C H L M O
sections /ˈsek.ʃən/ = NOUN: τμήμα, τομή; VERB: χωρίζω εις τμήματα; USER: τμήματα, ενότητες, τμημάτων, τα τμήματα, παραγράφους

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
session /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
speak /spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω; USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
station /ˈsteɪ.ʃən/ = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σιδηροδρομικός

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
steering /ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση; USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
stored /stɔːr/ = VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθηκευμένα, αποθηκεύονται, αποθηκεύεται, αποθηκευμένο, αποθηκευτεί, αποθηκευτεί

GT GD C H L M O
street /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
synthesizer /ˈsɪn.θə.saɪ.zər/ = NOUN: συνθεσάιζερ, συνθετητής; USER: συνθεσάιζερ, συνθετητής, συνθετήρα, συνθέτη, synthesizer,

GT GD C H L M O
synthetic /sɪnˈθet.ɪk/ = ADJECTIVE: συνθετικός; USER: συνθετικός, συνθετικών, συνθετικά, συνθετικό, συνθετικές

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
telephone /ˈtel.ɪ.fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλεφωνική, τηλεφωνικό, τηλεφωνικών

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
touching /ˈtʌtʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: συγκινητικός, αφορών; USER: αφορών, αγγίζοντας, αγγίζει, αγγίζουν, συγκινητικό

GT GD C H L M O
touchscreen /ˈtʌtʃ.skriːn/ = USER: οθόνη αφής, αφής, touchscreen, οθόνης αφής

GT GD C H L M O
town /taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις; USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
understood /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: καταλαβαίνω, κατανοώ, νοώ, εννοώ, καταλαμβάνω; USER: κατανοητή, κατανοητό, Εννοείται, Εξυπακούεται, νοείται

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
varies /ˈveə.ri/ = VERB: ποικίλλω, διαφέρω, αλλάσσω; USER: ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, μεταβάλλεται, κυμαίνεται

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
vigilance /ˈvɪdʒ.ɪ.ləns/ = NOUN: επαγρύπνηση, εγρήγορση; USER: επαγρύπνηση, επαγρύπνησης, εγρήγορση, την επαγρύπνηση, επαγρύπνησή

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wish /wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές; VERB: επιθυμώ, εύχομαι; USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

237 words